- δυσλειτουργώ
- kötü işlemek, iyi işlememek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπλοκάρω — 1. κάνω μπλόκο, αποκλείω τη διέξοδο, πολιορκώ, περικυκλώνω 2. (σχετικά με χρήματα) δεσμεύω («μπλοκάρουν τις καταθέσεις») 3. (συν. το μέσ.) (για συσκευή ή μηχάνημα) δυσλειτουργώ λόγω παρεμβολής ή παύω να λειτουργώ λόγω εμπλοκής (α. «το τηλέφωνο… … Dictionary of Greek
μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… … Dictionary of Greek
ξεχαρβαλώνω — 1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται 2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς 3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό… … Dictionary of Greek